- χοιραδώδης
- χοιραδώδηςrockymasc/fem acc pl (attic epic doric)χοιραδώδηςrockymasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)χοιραδώδηςrockymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοιραδώδης — ες / χοιραδώδης, ῶδες, ΝΑ [χοιράς, άδος] ο γεμάτος χοιράδες, αυτός τού οποίου οι αδένες τού λαιμού είναι πρησμένοι και σκληροί νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χοιραδώδης παλαιότερη ονομασία γένους ορθόπτερων εντόμων αρχ. βραχώδης («χοιραδώδης ἐστὶν ὁ… … Dictionary of Greek
χοιραδώδη — χοιραδώδης rocky neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χοιραδώδης rocky masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χοιραδώδης rocky masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιραδώδεα — χοιραδώδης rocky neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χοιραδώδης rocky masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιραδώδεις — χοιραδώδης rocky masc/fem acc pl χοιραδώδης rocky masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιραδώδεσι — χοιραδώδης rocky masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek